- οπλοφορώ
- οπλοφορώ βλ. πίν. 73
(κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
οπλοφορώ — (Α ὁπλοφορῶ, έω) [οπλοφόρος] φέρω όπλα, είμαι οπλισμένος αρχ. παθ. ὁπλοφοροῡμαι, έομαι (τινί) συνοδεύομαι από κάποιον, έχω κάποιον ως σωματοφύλακα … Dictionary of Greek
οπλοφορώ — είμαι οπλισμένος, έχω πάνω μου όπλο: Για να οπλοφορεί κανείς, πρέπει να έχει άδεια της αστυνομίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁπλοφόρῳ — ὁπλοφόρος bearing arms masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοπλοφορώ — έω, Α [ὁπλοφορῶ] οπλοφορώ συγχρόνως … Dictionary of Greek
Протопсалти, Алкистис — Алкистис Протопсалти … Википедия
οπλενδυτώ — ὁπλενδυτῶ, έω (Μ) φορώ τον οπλισμό μου, αρματώνομαι, οπλοφορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + ενδυτῶ (< ένδυτος < ἐνδύω)] … Dictionary of Greek
σιδηροφορώ — σιδηροφορῶ, έω, ΝΑ [σιδηροφόρος] (ενεργ. και μέσ.) φέρω σιδερένια όπλα, είμαι οπλισμένος, οπλοφορώ («σιδηροφοροῡντες... πελέκεις», Διόδ.) αρχ. 1. φορώ σιδερένια δακτυλίδια 2. μεσ. σιδηροφοροῡμαι, έομαι προχωρώ συνοδευόμενος ή περιφρουρούμενος από … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
Κραουνάκης, Σταμάτης — (1955 –). Συνθέτης και στιχουργός. Ακολούθησε μουσικές σπουδές και σπουδές πολιτικής οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η πρώτη του σημαντική δουλειά (Σκουριασμένα χείλη, 1981, με τη Βίκυ Μοσχολιού) σήμανε και τη συνεργασία του με τη… … Dictionary of Greek